σκοτογραφία

σκοτογραφία
η, Ν
(στον πνευματισμό) πνευματιστική γραφή κειμένου απευθείας από τα πνεύματα, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”